- τουπίσω
- Ακράση αντί τo ὀπίσω.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
τοὐπίσω — ἐπίσω , ἔπισος masc/fem/neut nom/voc/acc dual ἐπίσω , ἔπισος masc/fem/neut gen sg (doric aeolic) ἐπίσω , ἐφίζω set upon aor subj act 1st sg (ionic) ὀπίσω , ὀπίσω backwards indeclform (adverb) ὀπίσω , ὀπίζω extract juice from aor subj act 1st sg… … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
MYRMECOLEON — Graece Μυρμηκολἐων, quasi Formicaleo, apud Iobum c. 4. v. 11. iuxta LXX. Interp. Μυρμηκολέων ώλετο παρὰ τὸ μὴ ἔχειν βορὰν, Myrmecoleo periit, eo quod non haberet escam: Gregorio in Iobum, animalculum est formicis insidiosum, quasi leo… … Hofmann J. Lexicon universale
μηνίσκος — I (Ανατ.). Ινοχόνδρινος σχηματισμός που παρεμβάλλεται μεταξύ δύο αρθρικών επιφανειών, με προορισμό να βελτιώνει την εφαρμογή τους. Από το αρθρικό σύστημα του ανθρώπου αναφέρεται ο μ. της γναθοκροταφικής άρθρωσης, που βρίσκεται ανάμεσα στον… … Dictionary of Greek
οπισαμβώ — ὀπισαμβώ, ἡ (Α) (κατά τον Ευστάθ.) «ἡ εἰς τοὐπίσω ἀναχώρησις», η επιστροφή, ο γυρισμός. [ΕΤΥΜΟΛ. < ὀπίσω + ἀμβαίνω, επικ. και ιων. τ. τού ἀναβαίνω] … Dictionary of Greek
οπισθορμώ — ὀπισθορμῶ, έω (Α) ορμώ, σπεύδω προς τα πίσω («ὀπισθορμήσας εἰς τοὐπίσω χωρήσας», Ησύχ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < οπισθ(ο) * + ὁρμῶ] … Dictionary of Greek
υποβαίνω — ΜΑ [βαίνω] (με γεν.) είμαι υποδεέστερος, είμαι κατώτερος (α. «τὰ ὑπ αὐτοῡ [ενν. τοῡ Χριστοῡ] γεγονότα, ὑποβεβηκότα δὲ τὴν αὑτοῡ θεότητα», Επιφάν. β. «oἱ [ενν. θνητοί] τῶν ἡρώων ὑποβαίνουσι», Ιεροκλ.) αρχ. 1. στέκομαι από κάτω, στηρίζω («τὸ… … Dictionary of Greek
όπισσος — ὄπισσος και δ. γρφ. ὀπίσσοος (Α) (κατά τον Ησύχ.) «εἰς τοὐπίσω ἐπάνω φέρεσθαι» … Dictionary of Greek